- εγχύμωση
- η (AM ἐγχύμωσις)νεοελλ.(ειδ.) το απότομο χύσιμο αίματος έξω από τα αγγεία τού δέρματος εξαιτίας ισχυρής συγκινήσεως(αρχ.- μσν.) διανομή τών χυμών σε όλο το σώμα, σφρίγος, ζωηράδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγχύμωμα — το εγχύμωση … Dictionary of Greek